φοινικίτης

φοινικίτης
φοινῑκίτης [pron. full] [κῑ], ου, , (
A

φοῖνιξ B. 11

) φ. οἶνος palm-wine, Dsc.5.31.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φοινικίτης — φοινικί̱της , φοινικίτης palm masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοινικίτης — ὁ, Α κρασί από καρπούς τού δέντρου φοίνικας (Ι). [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (III), οίνικος «είδος δένδρου» + κατάλ. ίτης* (πρβλ. μηλ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • φοινικίτου — φοινικί̱του , φοινικίτης palm masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοινικίτῃ — φοινικί̱τῃ , φοινικίτης palm masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”